εὐλεχής

Revision as of 20:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ές,

   A = εὔλεκτρος, θάλαμος AP7.649 (Anyte); Κύπρις APl. 4.182 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1078] ές, = εὔλεκτρος, θάλαμος, Anyte 16 (VII, 649).

Greek (Liddell-Scott)

εὐλεχής: -ές, εὔλεκτρος, Ἀνθ. Π. 7. 649, Πλαν. 182.

Greek Monolingual

εὐλεχής, -ές (Α)
εύλεκτρος («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο-λεχής, κοινο-λεχής κ.ά.].

Greek Monotonic

εὐλεχής: -ές, = εὔλεκτρος, σε Ανθ.