καμπτήρ

Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A bend, angle, X.Cyr.7.1.6, Str.14.2.14.    II turning-point in the δίαυλος, which was the goal in the single race (cf. καμπή 11), Arist.Rh.1409a32, BCH23.567(Delph., iii B.C.), Babr.29.4: pl., as works of art, Plin.HN36.25: metaph., κ. βίου the 'last lap' of life, Herod.10.3; κ. πύματος, of the colophon which marks the last page, AP12.257.1 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1318] ῆρος, ὁ, der Umbiegende, die Biegung, Wendung, Winkel; bei Xen. Cyr. 7, 1, 6 entspricht καμπτῆρα ἑκατέρωθεν ἐποιήσαντο, περὶ ὃν κάμπτοντες ἀνέτεινον τὰ κέρατα der ἐπικαμπή; Strab. XIV, 655 καμπτήρ τις ἐπὶ τὰς ἄρκτους ἐστί; in der Rennbahn die Biegung, der Ort, wo man um das Ziel herumlenken muß, Arist. rhet. 3, 9 u. a. Sp., ἁ πύματον καμπτῆρα καταγγέλλουσα κορωνίς Mel. 129 (XII, 257), die letzte Wendung, das Ende; τοῦ βίου κ., die Wendung des Lebens, wenn die Kräfte abzunehmen anfangen, Herodes bei Stob. fl. 116, 21.

Greek (Liddell-Scott)

καμπτήρ: ῆρος, ὁ, καμπή, γωνία, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 6, Στράβ. 655. ΙΙ. ἐν τῷ σταδίῳ καμπτὴρ ἦτο τὸ σημεῖον καθ᾿ ὃ οἱ τρέχοντες ἐν τῷ ἀγωνίσματι τοῦ διαύλου ἢ δολίχου ἔστρεφον περὶ αὐτὸ ἵνα ἐπανέλθωσιν εἰς τὸ μέρος ὅθεν ἀνεχώρησαν,ἐνῷ ἐν τῷ ἁπλῷ δρόμῳ ἦτο τὸ τέρμα, ὡς τὸ καμπὴ ΙΙ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2, πρβλ. Βαβρ. 29. 4· μεταφ., ὡς τυφλὸς ὁὐπέκεινα (δηλ. τοῦ ἑξηκοστοῦ ἔτους) τοῦ βίου καμπτήρ, ὅπερ σημαίνει: θάτερον κῶλον τοῦ διαύλου (κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 344) Ἡρώνδ. Μολπ. ΧΙΙ. 42 Meister, πρβλ. Στοβ. 591. 34· πύματος καμπτήρ, ἡ ἐσχάτη στροφή, ὁ ἔσχατος δρόμος τῆς ζωῆς, Ἀνθ. Π. 12. 257· πρβλ. κάμπτω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 courbure, courbe, inflexion;
2 borne de l’hippodrome, autour de laquelle tournaient les chars.
Étymologie: R. Καμπ, v. κάμπτω.

Greek Monolingual

καμπτήρ, ὁ (AM)
βλ. καμπτήρας.

Greek Monotonic

καμπτήρ: -ῆρος, ὁ (κάμπτω),·
I. καμπή, γωνία, σε Ξεν.
II. σημείο στροφής στον δίαυλον, τέρμα, σε Αριστ.· μεταφ., κ. πύματος, η τελευταία στροφή, το έσχατο γύρισμα της ζωής ή ο τελευταίος δρόμος της, σε Ανθ.