γεώπεδον

Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό,

   A portion or plot of ground, garden, esp. within a town, Hdt.7.28 (v.l. γεοπέδων, γεωπεδίων); cf. γήπεδον.

German (Pape)

[Seite 488] τό, = γήπεδον, Grundstück, Her. 7, 98, v. l.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fonds de terre, jardin.
Étymologie: γῆ, πέδον.

Spanish (DGE)

v. γήπεδον.

Greek Monolingual

γεώπεδον και γεωπέδιον, το (Α)
καλλιεργημένος χώρος ή κήπος μέσα σε πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + πέδον «έδαφος»].

Greek Monotonic

γεώπεδον: τό = γή-πεδον, σε Ηρόδ.