ἀποικισμός

Revision as of 21:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ,

   A settlement of a colony, ἀ. εἰς Ἐλέαν, title of work by Xenoph., D.L.9.20; μετὰ τὸν ἀ. Arist.Pol.1304b32.    II = ἀποικεσία, LXX Je.26(46).19, al.

German (Pape)

[Seite 304] ὁ, dasselbe; das Auswandern; die Kolonie; Arist. pol. 5, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικισμός: ὁ, ἡ ἵδρυσις ἀποικίας, μετὰ τὸν ἀπ. Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 3. ΙΙ. = ἀποικεσία, Ἑβδ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἀποίκισις.
Étymologie: ἀποικίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 establecimiento de una coloniaεἰς Ἐλέαν ... ἀ. D.L.9.20 (= Xenoph.A 1 tít.), μετὰ τὸν ἀ. Arist.Pol.1304b32.
2 destierro σκεύη ἀποικισμοῦ ποίησον σεαυτῇ LXX Ie.26.19.

Greek Monolingual

ο (Α ἀποικισμός)
ίδρυση αποικίας
αρχ.
η μετοικεσία (ΠΔ).

Greek Monotonic

ἀποικισμός: ὁ, εγκατάσταση αποίκων σ' έναν τόπο, η δημιουργία αποικίας, σε Αριστ.