δασύμαλλος

Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A thick-fleeced, woolly, ὄϊες, αἰγίς, Od.9.425, E. Cyc.360.

German (Pape)

[Seite 524] dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, ἅπαξ εἰρημέν; αἰγίς Eur. Cycl. 360.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύμαλλος: -ον, ὁ ἔχων δασὺν μαλλόν, πυκνόμαλλος, Ὀδ. Ι. 425, Εὐρ. Κύκλ. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la laine touffue, au poil touffu.
Étymologie: δασύς, μαλλός.

English (Autenrieth)

thick-fleeced, Od. 9.425†.

Spanish (DGE)

(δᾰσύμαλλος) -ον

• Grafía: graf. δασύμαλος Hdn.Epim.69

• Prosodia: [-ῠ-]
1 cubierto de espesos vellones, lanudo ὄϊες Od.9.425, E.Cyc.360.
2 subst. ὁ δ. el melenudo κομήτης, ἀστὴρ καὶ ὁ δ. Hdn.l.c.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύμαλλος, -ον)
δασύτριχος, πυκνόμαλλος
νεοελλ.
1. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. γένος μυοπορινιδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -μαλλος < μαλλός «τούφα μαλλιού»].

Greek Monotonic

δᾰσύμαλλος: -ον, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, τριχωτός, αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.