εὐσπλαγχνία

Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A good heart, firmness, E.Rh.192, PMasp.97D69 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσπλαγχνία: ἡ, καλὴ καρδία, γενναιοψυχία, σταθερότης, Εὐρ. Ρῆσ. 192. ΙΙ. εὐσπλαγχνία ὡς καὶ νῦν, συμπάθεια, οἶκτος, Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 482, 11, κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
courage.
Étymologie: εὔσπλαγχνος.

Greek Monolingual

και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία
Μ και εὐσπλαχνία) εύσπλαγχνος
ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια, λύπηση (α. «η ευσπλαγχνία του θεού» β. «κι ως άνθρωποι την ευσπλαγχνιάν ουδόλως θυμηθήκαν» γ. «αλλά με λύπην κιόλας κι ευσπλαγχνίαν», Καβάφ.
δ. «δῶρον δέχεσθαι τῆς ἐμῆς εὐσπλαγχνίας», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συμπάθεια, εύνοια («σπλαχνία στους χριστιανούς»)
2. προσήνεια
3. αγάπη, στοργή.

Greek Monotonic

εὐσπλαγχνία: ἡ, καλή καρδιά, γενναιοψυχία, σταθερότητα, σε Ευρ.