κατόψιος

Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, (ὄψις)

   A visible, A.R.2.543.    II in sight of, opposite, γῆς τῆσδε E.Hipp.30.

German (Pape)

[Seite 1406] vor Augen liegend, sichtbar, Ap. Rh. 2, 543. Aber γῆς τῆσδε κατόψιον πέτραν ist = vor Augen, gegenüberliegend, Eur. Hipp. 30.

Greek (Liddell-Scott)

κατόψιος: -ον, (ὄψις) ὁρατός, πᾶσαι αἱ κέλευθοι κατόψιοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 545. ΙΙ. ἐνώπιον, ἀπέναντι, τίνος Εὐρ. Ἱππ. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a vue sur, qui est en face de, gén..
Étymologie: κατόψομαι.

Greek Monolingual

κατόψιος, -ον (Α)
1. ορατός
2. φρ. «κατόψιός τινος» — αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κατ' ὄψιν].

Greek Monotonic

κατόψιος: -ον (ὄψις), ορατός, αντικρυνός, τινος, σε Ευρ.