μελίπνοος

Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, contr. μελί-πνους, ουν,

   A honey-breathing, λίβανος AP6.231 (Phil.): metaph., μ. σῦριγξ Theoc.1.128; αὐδά Limen.13; Μοῦσα Tryph. 429.

German (Pape)

[Seite 123] zsgzgn -πνους, πνουν, süß athmend, -duftend, λίβανος, Philp. 10 (VI, 231); σύριγξ, Theocr. 1, 128; φωνή, Nonn. D. 10, 188.

Greek (Liddell-Scott)

μελίπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ ἐκπέμπων ὀσμὴν μέλιτος, λίβανος, Ἀνθ. Π. 6. 231· μεταφ., ὁ ἐκπέμπων γλυκεῖαν φωνήν, μ. σῦριγξ Θεόκρ. 1. 128· Μοῦσα, μολπὴ Τρυφ. 429, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19, ἴδε 36.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
aux doux accents (flûte).
Étymologie: μέλι, πνέω.

Greek Monolingual

μελίπνοος, -οον και -ους, -ουν (Α)
1. αυτός που αναδίδει μυρωδιά μελιού
2. μτφ. γλυκόφωνος, καλλίφωνος («καὶ τάνδε φέρευ πακτοῑο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλάν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πνόος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μεγαλό-πνοος].

Greek Monotonic

μελίπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που αποπνέει οσμή μελιού, που έχει γλυκιά αναπνοή, σε Θεόκρ., Ανθ.