λουτρών

Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A bathing-room, bath-house, X. Ath.2.10, Lyc. 1103, PSI5.547.24 (iii B. C.), Ptol.Euerg.3 J. (pl.), Plu.2.734b, Procop. Aed.5.3; of a baptismal font, Id.Arc.17.

Greek (Liddell-Scott)

λουτρών: -ῶνος, ὁ, (λουτρόν) ἴδιον δωμάτιον πρὸς λοῦσιν ἢ οἰκοδόμημα ἐν ᾧ ὑπῆρχον λουτῆρες πρὸς λοῦσιν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 461, Ξεν. Ἀθην. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
salle de bain.
Étymologie: λούω.

Greek Monotonic

λουτρών: -ῶνος, ὁ (λουτρόν), χώρος, δωμάτιο για μπάνιο, οικοδόμημα στο οποίο υπήρχαν λουτήρες για μπάνιο, σε Αισχύλ., Ξεν.