Μίδας

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῐ], gen. ου or α, Ion. Μίδης, εω, ὁ, Midas, proverbial for his wealth,

   A εἰ . . πλουτοίη . . Μίδεω καὶ Κινύρεω μάλιον Tyrt.12.6, cf. Hom.Epigr.3; ἐὰν . . πλουτῇ Κινύρα τε καὶ Μίδα μᾶλλον Pl.Lg.660e, cf. R.408b; ὑπὲρ . . τὸν Μίδα πλοῦτον Luc.Merc.Cond.20; his ass's ears alluded to in Ar.Pl.287, etc.    II the luckiest throw of the dice, which (with the Greeks) was when the numbers were all different, = Ἡρακλῆς, Eub.58.    III a destructive insect in beans, Thphr.CP 4.15.4.

Greek (Liddell-Scott)

Μίδας: [ῑ Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 3], γεν. ου ἢ α, Ἰων. Μίδης, εω, ὁ γνωστὸς βασιλεὺς τῆς Φρυγίας, παροιμιώδης ἐπὶ πλούτῳ, εἰ... πλουτοίη... Μίδεω καὶ Κινύραο πλέον Τυρταῖ. 9. 6· ἐάν... πλουτῇ Κινύρα τε καὶ Μίδα μᾶλλον Πλάτ. Νόμ. 660Ε, πρβλ. Πολ. 408Β· ὑπέρ... τὸν Μίδα πλοῦτον Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 20· γίνεται δὲ ὑπαινιγμὸς πρὸς τὰ ὄνεια αὐτοῦ ὦτα ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 287, κτλ. ΙΙ. ὁ ἄριστος βόλος τῶν κύβων, ὅστις (παρὰ τοῖς Ἕλλησιν) ἦτο ἐκεῖνος, καθ’ ὃν οἱ ἀριθμοὶ ἦσαν ἅπαντες διάφοροι, ὡσαύτως καλούμενος καὶ Ἡρακλῆς, Λατ. jactus Veneris, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 4. ΙΙΙ. ἔντομόν τι καταστρεπτικὸν τῶν κυάμων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 15, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μίδας· κυβευτικοῦ βόλου ὄνομα, καὶ θηρίδιόν τι διεσθίον τοὺς κυάμους. καὶ ὁ πλούσιος ἀπὸ Μίδα τοῦ Βασιλέως».

French (Bailly abrégé)

ου ou α (ὁ) :
Midas, roi de Phrygie.

English (Slater)

Μῐδας of Akragas, victor in Pythian flute contest.
   1 δέξαι στεφάνωμα τόδἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5)

Greek Monolingual

ο (Α Μίδας, -ου και -α, και ιων. τ. Μίδης, -εω)
1. μυθ. θεότητα της φύσης, δαίμονας του δάσους και γενάρχης του βασιλικού οίκου τών Φρυγών, του οποίου αμύθητος ήταν ο πλούτος και παροιμιώδης η φιλαργυρία («ἐὰν... πλουτῆ Κινύρα τε καὶ Μίδα μᾱλλον», Πλάτ.)
2. ιστορικός βασιλιάς της Φρυγίας
αρχ.
1. (γενικά) προσωνυμία κάθε πλούσιου ανθρώπου
2. η πιο επιτυχημένη βολή στο παιχνίδι τών κύβων, κατά την οποία όλοι οι αριθμοί ήταν διαφορετικοί, αλλ. Ηρακλής
3. είδος καταστρεπτικού εντόμου που προσβάλλει τα κουκιά.

Greek Monotonic

Μίδας: [ῑ], γεν. -ου ή , Ιων. Μίδης, -εω, ὁ, ο Μίδας, βασιλιάς της Φρυγίας, παροιμιώδης για τα πλούτη του, σε Τυρτ., Πλάτ.