περιπροχέομαι

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A to be poured all round, used by Hom. in aor. part., ἔρος . . θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε love rushing in a flood over my heart overcame it, Il. 14.316.

Greek (Liddell-Scott)

περιπροχέομαι: Παθ., περιχύνομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ μετοχ. ἀορ., οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδε θεᾶς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε, διότι οὐδέποτε οὕτως ἔρως θεᾶς περιχυθεὶς ἐδάμασε τὴν ψυχήν μου ἐν τῷ στήθει, Ἰλ. Ξ. 316.

Greek Monotonic

περιπροχέομαι: Παθ., χύνομαι παντού τριγύρω, σε μτχ. αορ. αʹ ἔροςθυμὸν περιπροχῠθείς, σφοδρός έρωτας όρμησε ως χείμαρρος στην καρδιά του, σε Ομήρ. Ιλ.