προοδεύω

Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A walk first, App.BC4.43; travel before, Luc.Herm.73; emanate, prob. in Iamb.VP17.74; προοδεύει τι τῶν ἐντέρων the patient has a slight motion of the bowels, Paul.Aeg.3.71: metaph. in fut. Med., -εύσονται εἰς ἄπειρον will go on ad infinitum, Alex.Aphr. in Metaph.288.24.

German (Pape)

[Seite 737] voranreisen, Luc. Hermot. 73.

Greek (Liddell-Scott)

προοδεύω: προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β.

French (Bailly abrégé)

cheminer devant.
Étymologie: πρό, ὁδεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πρόοδος
οδεύω, βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ
νεοελλ.
1. προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προκόβω (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα παιδιά του προόδευσαν στα γράμματα»)
2. (με κακή σημ.) οπισθοδρομώ, χειροτερεύω («στα στήθη η θλίψη σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)
μσν.
1. (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει πρώτα
2. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προωδευμένα
αυτά που έχει περάσει κανείς, όσα έχει υποστεί
μσν.-αρχ.
προηγούμαι σε πορεία, προπορεύομαι (α. «ἠκολούθει τοῑς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.
β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)
αρχ.
εκπορεύομαι εκπηγάζω.

Greek Monotonic

προοδεύω: μέλ. -σω, ταξιδεύω από πριν, σε Λουκ.