προσάββατον

Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

τό,

   A eve of the sabbath, LXXJu.8.6, Ev.Marc.15.42, Bull.Inst.franc. d'Arch.orientale 30.5.

Greek (Liddell-Scott)

προσάββᾰτον: τό, ἡ πρὸ τοῦ Σαββάτου ἡμέρα, ἡ Παρασκευή, (Ἰουδὶθ Η΄, 6), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 42· προσάββατος ἠὼς ἐν Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 19. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
la veille du sabbat.
Étymologie: πρό, σάββατον.

English (Strong)

from πρό and σάββατον; a fore-sabbath, i.e. the Sabbath-eve: day before the sabbath. Compare παρασκευή.

English (Thayer)

προσαββάτου, τό, the day before the sabbath: R G T WH (L Tr text πρός σάββατον (cf. πρός, I:1b.)). (Nonnus, paraph. Ioan. 19,66; Eusebius, de mart. Pal. 6,1).)

Greek Monotonic

προσάββᾰτον: τό, η μέρα πριν το Σάββατο, η παραμονή του Σαββάτου, σε Καινή Διαθήκη