ὑπερωέω

Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A start back, recoil, Il.8.122,314, 15.452.

German (Pape)

[Seite 1204] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερωέω: ἀναπηδῶ ὀπίσω, ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452.

French (Bailly abrégé)

-ωῶ;
reculer, rétrograder.
Étymologie: ὑπό, ἐρωέω.

English (Autenrieth)

only aor., ὑπερώησαν, started back. (Il.)

Greek Monolingual

Α
τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρωῶ, -έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

ὑπερωέω: μέλ. -ήσω, ξεκινώ για την επιστροφή, πηδώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.