συνεπαίρω

Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A raise or lift at the same time, ἑαυτόν X.Eq.7.2; τὰ πρόσθια σκέλη Arist.HA576b27:—Pass., swell at the same time, Gal.18(2).266; to be elevated together, ἡ λέξις τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων σ. Luc.Hist.Conscr.45, cf. Procl.Inst.209.    II urge on together or also, c. inf., X.Smp.8.24, Oec.5.5:—Pass., rise together with, τοῖς δημαγωγοῖς, of the rabble, Plu.Cor.12, cf. J.BJ Prooem.2.    III συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῦ μοχθηροῦ χυμοῦ being carried to (the foetus) with the blood, Aët.9.22.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαίρω: αἴρω, ὑψώνω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, ἑαυτὸν Ξενοφ. Ἱππ. 7. 2· τὰ πρόσθια σκέλη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15· ἦχον σάλπιγγι σ. Γρηγ. Νύσσ. ― Παθ., ἐξυψοῦμαι ὁμοῦ, ἡ λέξις τῷ μεγέθει σ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45. ΙΙ. παρακινῶ, προτρέπω, παρορμῶ ὁμοῦὡσαύτως, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 8. 24, πρβλ. Οἰκ. 5. 5. ― Παθητ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι ὁμοῦ μετά τινος, συνεπανίσταμαι, τινι, ἐπὶ ἐπαναστατῶν, Πλουτ. Κοριολ. 12, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. Προοίμ. 2.

French (Bailly abrégé)

1 donner en même temps de l’élévation, de la noblesse;
2 exciter avec ou en même temps à, inf.;
Moy. συνεπαίρομαι se soulever avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαίρω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπαίρω
(κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ.
β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
1. διεγείρω, παρορμώ σε κάτι μαζί ή επί πλέον («ὅ τε γὰρ οἶνος συνεπαίρει καὶ ο ἔρως κεντρίζει», Ξεν.)
2. παθ. συνεπαίρομαι
α) εξογκώνομαι ταυτοχρόνως
β) εξυψώνομαι μαζί, παίρνω ύψος, όγκο, μεγαλοπρέπεια («ἡ λέξις... ἐπὶ γῆς βεβηκέτω, τῷ μὲν κάλλει καὶ τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαιρομένη καὶ ὡς ἔνι μάλιστα ὁμοιουμένη», Λουκιαν.)
γ) εξεγείρομαι μαζί με κάποιον, επαναστατώ μαζί
δ) φέρομαι προς κάτι μαζί με κάποιον («συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῡ μοχθηροῡ χυμοῡ», Αέτ.).

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπαίρω
(κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ.
β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
1. διεγείρω, παρορμώ σε κάτι μαζί ή επί πλέον («ὅ τε γὰρ οἶνος συνεπαίρει καὶ ο ἔρως κεντρίζει», Ξεν.)
2. παθ. συνεπαίρομαι
α) εξογκώνομαι ταυτοχρόνως
β) εξυψώνομαι μαζί, παίρνω ύψος, όγκο, μεγαλοπρέπεια («ἡ λέξις... ἐπὶ γῆς βεβηκέτω, τῷ μὲν κάλλει καὶ τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαιρομένη καὶ ὡς ἔνι μάλιστα ὁμοιουμένη», Λουκιαν.)
γ) εξεγείρομαι μαζί με κάποιον, επαναστατώ μαζί
δ) φέρομαι προς κάτι μαζί με κάποιον («συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῡ μοχθηροῡ χυμοῡ», Αέτ.).

Greek Monotonic

συνεπαίρω: μέλ. -ᾰρῶ,
I. ανυψώνω ή ανασηκώνω συγχρόνως, σε Ξεν. — Παθ., ανυψώνομαι μαζί με, σε Λουκ.
II. παρακινώ, προτρέπω μαζί ή επίσης, συνεγείρω, σε Ξεν. — Παθ., εξεγείρομαι μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπαίρω: 1) одновременно или вместе с тем поднимать (τὰ πρόσθια σκέλη Arst.): τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαίρεσθαι Luc. подняться до величия темы;
2) побуждать, возбуждать (τινα Xen., Plut.).