ἤγανον

Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

τό, Ion. for τήγανον, Anacr.26.

German (Pape)

[Seite 1149] τό, ion. = τήγανον, Ath. VI, 229 b, mit einem Beispiele aus Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

ἤγᾰνον: τό, Ἰων. ἀντὶ τήγανον, Ἀνακρ. 25.

Greek Monolingual

ἤγανον, τὸ (Α)
ιων. τ. αντί τήγανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση του τ. τήγανον «τηγάνι» (τ' ήγανον)
θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ- ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς εσφαλμένη γραφή του ορθού τ. τήγανον.

Russian (Dvoretsky)

ἤγᾰνον: τό Anacr. = τάγηνον.