ήγανον

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

ἤγανον, τὸ (Α)
ιων. τ. αντί τήγανον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση του τ. τήγανον «τηγάνι» (τ' ήγανον)
θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ- ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς εσφαλμένη γραφή του ορθού τ. τήγανον.