συνοχμάζω

Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A bind together, δεσμῷ πόδα Luc.Trag.216.

Greek (Liddell-Scott)

συνοχμάζω: ὀχμάζω, συνέχω, συνδέω, διόπερ κραταιῶς συνοχμάσας δεσμῷ πόδα Λουκ. Τραγῳδ. 215.

French (Bailly abrégé)

retenir par un lien, lier.
Étymologie: σύν, ὀχμάζω.

Greek Monolingual

Α
συνδέω, συνάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀχμάζω «φέρω, κρατώ, συγκρατώ»].

Russian (Dvoretsky)

συνοχμάζω: связывать (πόδα δεσμῷ Luc.).