κέκασμαι
Greek (Liddell-Scott)
κέκασμαι: κέκαστο, κεκασμένος, ἴδε ἐν λέξει καίνυμαι.
French (Bailly abrégé)
v. καίνυμαι.
English (Autenrieth)
see καίνυμαι.
Greek Monolingual
κέκασμαι (Α)
παρακμ. του καίνυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέ-κασ-μαι, με αναδιπλασιασμό κε-, θ. καδ-, πρβλ. δωρ. τ. κέ-καδμαι (το σύμπλεγμα -σμ- < -δμ-, πρβλ. ὀδμή < ὀσμή) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kad- «λάμπω, διακρίνομαι, ακτινοβολώ». Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. τ. παρακμ. śāśaduh, μτχ. šāśadāna- «εξέχω, διακρίνομαι». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε θ. -κασ- < ΙΕ ρίζα kas- «υποδεικνύω, καθοδηγώ» και συνδέεται πιθ. με λατ. censeo «τιμώ - νομίζω», αρχ. ινδ. śamsayati, ενώ φαίνεται πιθανή και η σύνδεση με τα κύρια ον. Κάστωρ, Καστιάνειρα και Κασσάνδρα].
Greek Monotonic
κέκασμαι: παρακ. του καίνυμαι· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκαστο· μτχ. κεκασμένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέκασμαι indic. perf. med. van καίνυμι.