διαπόρημα

Revision as of 12:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A vexed question, Id.APo.93b20 (pl.), al.    II restlessness, Hp.Acut.42.

German (Pape)

[Seite 597] τό, der Zweifel, Arist. Anal. post. 2, 8; Angst, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διαπόρημα: τό, ἀμφιβολία, δυσκολία, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 8, 8, κτλ. ΙΙ. ἀνησυχία, Ἱππ. Ὀξ. 391.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 cuestión problemática, problema ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς διαπορήμασιν εἴπομεν Arist.APo.93b20, cf. Metaph.1053b10, 1076b1, 1086b15, Περὶ τῶν ἁπλῶν διαπορημάτων tít. de una obra de Teofrasto, D.L.5.46, ἐπὶ τῆς ἐρωτήσεως ... καὶ διαπορήματος Alex.Fig.1.2, ἅπερ ἐν τοῖς διαπορήμασιν ἐπήλθομεν Alex.Aphr.in Metaph.729.1, cf. Mich.in PA 108.8.
2 inquietud Hp.Acut.42.

Greek Monolingual

το (Α διαπόρημα) διαπορώ
απορία, αμφιβολία, αμφιταλάντευση
αρχ.
ανησυχία, αδημονία.

Russian (Dvoretsky)

διαπόρημα: ατος τό недоумение, тж. затруднение, трудность Arst.