ἀνακλαίω
English (LSJ)
Att. ἀνακλάω, fut.
A -κλαύσομαι Telecl.1 D.:—weep aloud, burst into tears, ἀνακλαύσας μέγα Hdt.3.14, cf. 66, D.C.Fr.18.10. 2 c. acc., weep for, κακὰ μέζω ἢ ὥστε ἀνακλαίειν Hdt.3.14: so in Med., ὑμῖν τάδ' . . ἀνακλαίομαι S.Ph.939; τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλαύσασθαι πρὸς ὑμᾶς Antipho 2.4.1.
German (Pape)
[Seite 192] (s. κλαίω), in Weinen ausbrechen, aor. ἀνακλαύσας, Her. 3, 14, 66; beweinen, 3, 14; θανόντα Theocr. 1, 72. Im med. klagen, ὑμῖν τάδε ἀνακλάομαι Soph. Phil. 927; πρός τινά τι ἀνακλαύσασθαι, Antiph. II, δ, 1; so oft im med., Dion. H.; Plut. Cat. min. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακλαίω: Ἀττ.-κλάω, μεγαλοφώνως ἀναβοῶ μετὰ κλαυθμοῦ καὶ δακρύων, ἀνακλαύσας μέγα Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. 66. 2) μετ’ αἰτιατ. κλαίω διά τι, μέζω κακὰ ἢ ὥστε ἀνακλαίειν Ἡρόδ. 3. 14· οὕτω καὶ ἐν μέσῃ φωνῇ, ὑμῖν τάδ’ ἀνακλάομαι Σοφ. Φ. 939· τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλ. πρὸς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 119. 24.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνέκλαυσα;
éclater en sanglots;
Moy. ἀνακλαίομαι exhaler sa douleur.
Étymologie: ἀνά, κλαίω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -κλάω
llorar, lamentar c. ac. int. ἀνακλαύσας μέγα Hdt.3.14, μεγάλα Telecl.5A, cf. Hdt.3.66, D.C.18.10
•c. ac. compl. dir. τὸν τοῦ μνηστῆρος ἀνακλαίεις μόρον D.H.3.21.6
•en v. med. c. ac. int. y dat. de pers. o πρός y ac. ὑμῖν τάδε ... ἀνακλαίομαι S.Ph.939, τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλαύσασθαι πρὸς ὑμᾶς Antipho 2.4.1, abs. Plu.2.566e.
Greek Monolingual
ἀνακλαίω (Α)
κλαίω γοερά, οδύρομαι, θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλαίω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνακλαυθμός, ἀνάκλαυσις].
Greek Monotonic
ἀνακλαίω: Αττ. -κλάω, μέλ. -κλαύσομαι,
1. θρηνώ γοερώς, ξεσπώ σε κλάματα, σε Ηρόδ.
2. με αιτ., θρηνώ για, στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακλαίω: и ἀνακλάω тж. med.
1) разразиться рыданиями, зарыдать (ἀνακλαύσας μέγα Her.; δακρύων καὶ ἀνακλαιόμενος Plut.): ἀνακλᾶσθαί τινί τί Soph. со слезами жаловаться кому-л. на что-л.;
2) оплакивать (τι Her. и τινα Theocr.).