γλάμων

Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A = γλᾰμυρός, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.

Greek (Liddell-Scott)

γλάμων: -ον, = γλᾰμυρός, Ἀριστοφ. Βατρ. 588, Ἐκκλ. 254, Εὔπολ. Αἰξὶ 14, Λυσίας 142. 4.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
chassieux.
Étymologie: DELG t. pop. d’étym. incert.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
pitañoso, legañoso epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.

• Etimología: Quizá rel. lituan. glêmės ‘mucosidad’, alb. ngl’omë ‘húmedo’.

Greek Monolingual

γλάμων, -ον (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός και γλαμώδης) προήλθε από τη γλώσσα του Ησύχ. «γλάμος
μύξα», κατά τα επίθετα σε -ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. glēmės, gleimės «βλέννα, φλέμα», αγγλ. clemmy «κολλώδης», αλβ. ngl’οme «υγρός». Το λατ. glamae «τσίμπλα» είναι πιθ. δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

γλάμων: [ᾰ], -ον, ο «τσιμπλιάρης», σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γλάμων: ωνος (ᾰ) adj. с гноящимися глазами Arph., Lys.