ἔ
German (Pape)
[Seite 697] gew. doppelt ἒ ἔ, oder viermal, VLL. ἐπίῤῥημα σχετλιαστικόν, Ausruf des Schmerzes u. der Trauer, weh! weh! Tragg., wie Aesch. Ag. 1085; Soph. O. C. 147 u. sonst; in den mss. oft mit spir. asper, wie es auch Bekk. Ar. Vesp. 316 schreibt.
Greek (Liddell-Scott)
ἔ: ἔ, ἢ επαναλαμβανόμενον ἔ ἔ ἔ ἔ, ἐπιφώνημα πόνου ἢ θλίψεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1114, κτλ. Τὸ ὅτι απαντᾷ πάντοτε διπλοῦν, εἴτε ἅπαξ, εἴτε δίς, εἶναι ἀπόδειξις ὅτι ὁ ὀρθὸς τρόπος τῆς γραφῆς αὐτοῦ εἶναι ἐέ (ὡς ἐν τοῖς παλαιοτάτοις χειρογρ., οἷον τῷ Μεδικείῳ τοῦ Αἰσχύλ, καὶ τοῦ Σοφ.), ἢ (ἔνθα τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ἴαμβον) ἐή, ὡς ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., ἴδε Δινδ. Αἰσχύλ. Θήβ. 966. Παρομοίως τὸ αἲ αἴ ἢ αἷ αἶ διωρθώδη ἤδη εἰς αἰαῖ, ἐπὶ τῇ μαρτυρίᾳ τιῦ Ἡρωδιανοῦ π. μον. λέξ. σ. 27.13.
French (Bailly abrégé)
non ἕ;
ou qqf redoublé ἒ ἔ, ou répété plusieurs fois ἒ ἒ ἒ ἔ;
cri de douleur ou de tristesse : « hélas ! ».
Russian (Dvoretsky)
ἔ: преимущ. ἒ ἔ interj. при выраж. горя или сочувствия ой!, ах!, увы! Aesch., Soph.