ἐπιβάπτω

Revision as of 20:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A dip into, τι ἔς τι Hp.Morb.3.16.    II. tan, Arist.Pr. 898b18; dye, Alex.Trall.2; gild or silver, Ps.-Democr.p.46B.

German (Pape)

[Seite 928] dasselbe, Hippocr.; ἐπιβαπτός, gefärbt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβάπτω: βάπτω, «βουτῶ» εἴς τι, ἐς τὴν ἐρετρίδα γῆν… ἐπιβάψας ὀθόνιον λεπτὸν Ἱππ. 496. 19. ΙΙ. «βάφω» Ἀριστ. Προβλ. 10. 66.

Greek Monolingual

ἐπιβάπτω (Α) βάπτω
1. βυθίζω, βουτώ
2. βάφω
3. βυρσοδεψώ
4. επιχρυσώνω ή επαργυρώνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβάπτω: окрашивать (ὁ ἥλιος ἐπιβάπτει τὸ δέρμα Arst.).