καταπολεμέω

Revision as of 22:39, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A war down, i.e. exhaust by war, reduce, τὴν Πελοπόννησον Th.2.7, cf. 4.1, And.3.15, X.HG7.1.10: pres., attempt to subdue, ἐγκλήμασι Th.4.86:—Pass., ἐλπίζοντες αὐτὴν [τὴν πόλιν] καταπεπολεμῆσθαι Id.6.16, cf. Pl.Mx.243c, 243d.    II simply, make war against, τινα Phld.Piet.54: abs., carry on warfare, τοῖς ὅλοις Plu. Caes.26.

German (Pape)

[Seite 1371] niederkriegen, im Kriege besiegen; Thuc. 2, 7; Xen. Hell. 7, 1, 10; Isocr. 4, 83; Folgende; bekriegen, τοὺς Ἀθηναίους ἐγκλήμασι Thuc. 4, 86; πόλιν καταπεπολεμῆσθαι, durch den Krieg erschöpft sein, 6, 16; – Plut. vrbdt τοῖς μὲν ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε, Caes. 26.

Greek (Liddell-Scott)

καταπολεμέω: πολεμῶν καταβάλλω, ἐξαντλῶ διὰ τοῦ πολέμου, ὑποτάττω ὁλοσχερῶς, (πρβλ. καταγωνίζομαί τινα), Λατ. debellare, τινὰ Θουκ. 2. 7., 4. 1, Ἀνδοκ. 25. 22· πολλὰ ἔτη πολεμοῦντες καὶ πολλάκις καταναυμαχοῦντες οὐδὲν προὔργου ἐποιεῖτε πρὸς τὸ καταπολεμῆσαι τούτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 10· ἐν τῷ ἐνεστ., προσπαθῶ νὰ καταλάβω, τινά τινι κ. ὁ αὐτ. 4. 86.― Παθ., ἐλπίζοντες αὐτὴν τὴν πόλιν καταπεπολεμῆσθαι, ὅτι εἶχεν ἐξαντληθῇ ἕνεκα τοῦ πολέμου ἢ τῶν πολεμικῶν δαπανῶν, ὁ αὐτ. 6. 16, πρβλ. Πλάτ. ΜΕνέξ. 243C, D· ἐξ ὧν καὶ τὸ πρότερον κατεπολεμήθημεν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27. ΙΙ. κινῶ πόλεμον ἐναντίον τινός, πολεμῶ κατά τινος, τινος Κλήμ. Ἀλ. 871· καὶ μετὰ δοτ., τοῖς βαρβάροις καταπολεμῶν ἐκράτησε, ἐπιμόνως πολεμῶν, Πλουτ. Καῖσ. 2. 1321.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. 1 vaincre à la guerre, acc.;
2 épuiser par la guerre;
II. guerroyer contre, τινι.
Étymologie: κατά, πολεμέω.

Greek Monotonic

καταπολεμέω: μέλ. -ήσω, καταβάλλω πολεμώντας, δηλ. εξουδετερώνω μέσω του πολέμου, υποτάσσω ολοσχερώς, αποδυναμώνω, Λατ. debellare, σε Θουκ., Ξεν.· στον ενεστ., επιχειρώ να υποτάξω, σε Θουκ. — Παθ., ἐλπίζοντες (τὴν πόλιν) καταπεπολεμῆσθαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταπολεμέω: 1) покорять военной силой, побеждать на войне, завоевывать (τὴν Πελοπόννησον Thuc.; τοὺς ἐναντίους Arst.; τοὺς Ἀθηναίους Plut. - ср. 2; δόξανπόλις ἔσχε μήποτ᾽ ἂν καταπολεμηθῆναι Plat.);
2) вести войну, воевать: τοὺς Ἀθηναίους κ. Thuc. воевать против афинян (ср. 1); ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε Plut. воюя с остальными (галлами, Цезарь) вышел победителем;
3) истощать войной (τὴν πόλιν Thuc.).