κατάχρεος
English (LSJ)
ον, alsoκατ-χρέως, of persons,
A involved in debt, Plb.13.1.1, Agatharch.Fr.Hist.16 J., D.S.19.9, App.Mith.48, etc.; -χρεως δανείοις S.E.M.5.101: metaph., -χρεος ἁμαρτίας involved in... LXX Wi. 1.4. II of things, τὰ κ. that which is owing, debts, IG14.759.20 (Naples); τὸ κ. κεφάλαιον dub. in Philem.88.9.
German (Pape)
[Seite 1392] att. κατάχρεως, verschuldet, verpfändet; καὶ ἄποροι D. Sic. 19, 9; καὶ ἄτιμοι D. Hal. 9, 15; Pol. bei Ath. XII, 527 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχρεος: -ον, ἐπὶ προσώπων, κατακεκαλυμμένος ὑπὸ χρεῶν, διὰ τὴν τῶν πολέμων συνέχειαν καὶ τὴν τῶν βίων πολυτέλειαν κ. ἐγένοντο Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 527Α˙ κ. γενόμενοι καὶ τὰ δάνεια ἀποδοῦναι ἀδυνατοῦντες… ἤλπιζον ἕξειν χρεῶν ἀποκοπὰς 528Α˙ ἄποροι καὶ κ. Διόδ. 19. 9˙ ἄτιμοι καὶ κ. Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Ρωμ. 9, 15, κτλ.˙ μεταφρ., κατάχρεος ἁμαρτίας, περιπεπλεγμένος, βεβυθισμένος εἰς…, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. 1. 4)˙ παρὰ τῷ Συνεσ. 162Α, κατάχρεως ων. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., οὐσία, κτήματα κατάχρεα ἢ κατάχρεω, ὑπόχρεω, ὑπέγγυα, παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 9 ἢ πιθαν. γραφὴ εἶναι: τὸ κατάχρεον κεφάλαιον τὸ δεδανεισμένον δηλ. πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 20 διδόσθω τὰ κατάχρεα, ἂς πληρωθῶσι τὰ ὀφειλόμενα αὐτῇ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάχρεος, -ον και κατάχρεως, -ων)
αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το κατάχρεα
τα οφειλόμενα, τα χρέη
2. φρ. α) μτφ. «κατάχρεως ἁμαρτίας» — βουτηγμένος στην αμαρτία (ΠΔ)
β) «κατάχρεον κεφάλαιον» — το δανεισμένο κεφάλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χρεως (< χρέος), πρβλ. υπέρ-χρεως, υπό-χρεως].
Russian (Dvoretsky)
κατάχρεος: обремененный долгами (κατάχρεοι καὶ ἄποροι Diod.).