λυπητικός

Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A feeling pain, ἐπί τινι Arist.MM1192b22.    II τὸ λ. the capacity for feeling pain, Plu.2.657a.

Greek (Liddell-Scott)

λῡπητικός: -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. λυπηρός, θλιβερός, προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = λύπη, Πλούτ. 2. 657Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
affligeant.
Étymologie: λυπέω.

Greek Monolingual

λυπητικός, -ή, -όν (AM) λυπώ
αυτός που αισθάνεται λύπη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν
η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)
λυπημένα, με λύπη, με τρόπο που προξενεί λύπη.

Russian (Dvoretsky)

λῡπητικός: удручающий, прискорбный Arst.