μεταλλευτός

Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be got by mining, τὰ μ., opp. τὰ ὀρυκτά, Arist.Mete.378a21, cf. Gal.12.166.

German (Pape)

[Seite 149] in der Erde aufgesucht, ausgegraben, wie Metall und dergleichen, Arist. meteor. 3, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλευτός: -ή, -όν, πᾶν ὅτι μεταλλεύεται, τὰ μεταλλευτά, ὅσα μεταλλεύονται καὶ εἶναι ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά, οἷον σίδηρος, χαλκός, κτλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὀρυκτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10.

Greek Monolingual

μεταλλευτός, -ή, -όν (Α) μεταλλεύω
1. αυτός που μπορεί να ληφθεί με μετάλλευση
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μεταλλευτά
καθετί που μεταλλεύεται, όπως σίδηρος, χαλκός κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τα ορυκτά.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλευτός: рудный, ископаемый Arst.