ὅμαιχμος

Revision as of 00:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A fighting together : as Subst., ally, Th.3.58.

German (Pape)

[Seite 329] mit Einem gemeinschaftlich streitend, Speer-, d. i. Kampfgenoß, Thuc. 3, 58.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμαιχμος: -ον, ὁ ὁμοῦ μαχόμενος· ὡς οὐσιαστ., σύμμαχος Θουκ. 3. 58. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 178.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon d’arme (propr. qui unit sa lance à celle d’un autre).
Étymologie: ὁμός, αἰχμή.

Greek Monotonic

ὅμαιχμος: ὁ (αἰχμή), συμπολεμιστής, σύντροφος στη μάχη, σύμμαχος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὅμαιχμος: ὁ товарищ по оружию, соратник, союзник Thuc.