περιπταίω

Revision as of 02:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A stumble upon, c. dat., Polyaen.1.3.2 ; fall into, ἐνέδρᾳ Id.4.2.18 : mostly metaph. of calamity, Plu.Pyrrh.10 (v.l.); ἑτέροις ἀφ' ἑτέρων J.AJ17.5.5; ὀλέθρῳ Tryph.312: abs., Ph.2.62.    2 fall in with, ὀνείδεσι f.l. for περιπεπτωκότων in Arist.Fr.487.

German (Pape)

[Seite 589] darum oder drüber anstoßen, Plut. Pyrrh. 10; Maneth. 2, 377 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπταίω: προσπταίω, προσκρούω, τινὶ Πλουτ. Πύρρ. 10, Τρυφ. 312, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5. 2) περιπίπτω εἴς τι, ὀνείδεσι Ἀριστ. Ἀποσπ. 445.

French (Bailly abrégé)

se heurter contre, τινι.
Étymologie: περί, πταίω.

Greek Monolingual

Α
1. σκοντάφτω σε κάτι («περιπταίειν θαμὰ ταῑς πέτραις», Αγαθ.)
2. πέφτω σε κάτι, εμπίπτω («περιπταίειν ἐνέδρᾳ», Πολύαιν.)
3. περιπίπτω σε κάτι, καταντώ
4. (κατ' επέκτ.) έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον, συγκρούομαι
5. μτφ. περιέρχομαι σε δεινή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πταίω «σκοντάφτω»].

Greek Monotonic

περιπταίω: μέλ. -σω, συναντώ τυχαία, τινί, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πταίω stuiten op.

Russian (Dvoretsky)

περιπταίω: наталкиваться, сталкиваться, попадаться (τινί Plut.).