περιπταίω

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπταίω Medium diacritics: περιπταίω Low diacritics: περιπταίω Capitals: ΠΕΡΙΠΤΑΙΩ
Transliteration A: periptaíō Transliteration B: periptaiō Transliteration C: periptaio Beta Code: periptai/w

English (LSJ)

A stumble upon, c. dat., Polyaen.1.3.2; fall into, ἐνέδρᾳ Id.4.2.18: mostly metaph. of calamity, Plu.Pyrrh.10 (v.l.); ἑτέροις ἀφ' ἑτέρων J.AJ17.5.5; ὀλέθρῳ Tryph.312: abs., Ph.2.62.
2 fall in with, ὀνείδεσι f.l. for περιπεπτωκότων in Arist.Fr.487.

German (Pape)

[Seite 589] darum oder drüber anstoßen, Plut. Pyrrh. 10; Maneth. 2, 377 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

se heurter contre, τινι.
Étymologie: περί, πταίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πταίω stuiten op.

Russian (Dvoretsky)

περιπταίω: наталкиваться, сталкиваться, попадаться (τινί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περιπταίω: προσπταίω, προσκρούω, τινὶ Πλουτ. Πύρρ. 10, Τρυφ. 312, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 5. 2) περιπίπτω εἴς τι, ὀνείδεσι Ἀριστ. Ἀποσπ. 445.

Greek Monolingual

Α
1. σκοντάφτω σε κάτι («περιπταίειν θαμὰ ταῖς πέτραις», Αγαθ.)
2. πέφτω σε κάτι, εμπίπτω («περιπταίειν ἐνέδρᾳ», Πολύαιν.)
3. περιπίπτω σε κάτι, καταντώ
4. (κατ' επέκτ.) έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον, συγκρούομαι
5. μτφ. περιέρχομαι σε δεινή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πταίω «σκοντάφτω»].

Greek Monotonic

περιπταίω: μέλ. -σω, συναντώ τυχαία, τινί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
to stumble upon, τινί Plut.