πνευματίζω

Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A fan by blowing, in Pass., Antig.Mir.136.    II write or pronounce with the breathing, Eust.524.5, al.

German (Pape)

[Seite 640] durch Wehen, Blasen anfachen, Sp. Bes. bei den Gramm. mit dem Hauche, spiritus, bezeichnen, aussprechen oder schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτίζω: ἀερίζω φυσῶν, Ἀντίγ. Καρύστ. 151. ΙΙ. γράφω ἢ ὁμιλῶ συμφώνως πρὸς τὸν πνευματισμὸν (spiritus), Εὐστ. 524. 5, κτλ.

Greek Monolingual

Μ πνεύμα, -ατος]]
γράφω ή μιλώ χρησιμοποιώντας ψιλή και δασεία, δηλαδή σύμφωνα με τον πνευματισμό
μσν.-αρχ.
1. φυσώ, παράγω αέρα
2. αναζωπυρώνω με φύσημα αέρα.

Russian (Dvoretsky)

πνευματίζω: грам. помечать знаком придыхания.