ὑποκαθαίρω

Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A purge downwards, τὴν κοιλίην Hp.Aph.7.68, cf. Thphr.HP7.12.3, Plu.2.127c, Gal.6.248.

German (Pape)

[Seite 1218] von unten reinigen, abführen; Plut. de sanit. tu. p. 384; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκᾰθαίρω: διὰ καθαρτικοῦ κενώνω κάτωθεν, ὑποκαθῆραι τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφορισμ. 1261, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Πλούτ. 2. 127C, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 4. ΙΙ. διὰ καθάρσεως ἐκβάλλω, τὴν κόπρον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 888Α.

French (Bailly abrégé)

purger par le bas.
Étymologie: ὑπό, καθαίρω.

Greek Monolingual

ὑποκαθαίρω ΝΑ
ιατρ. καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με καθαρτικό, προκαλώ κενώσεις με χρήση καθαρτικών ή με άλλο τρόπο
αρχ.
εκβάλλω, αποβάλλω με κάθαρση («ὑποκαθαίρει τὴν κόπρον», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθαίρω «καθαρίζω»].

Russian (Dvoretsky)

ὑποκαθαίρω: прочищать (τὸ σῶμα Plut.).