κατεξανίσταμαι

Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

aor. 2 Act. κατεξανέστην,

   A rise up against, struggle against, τινος Ph.2.47, Plu.Alex.6; τῆς τύχης Eun. Hist.p.256 D.; τοῦ πάθους D.S.10.7; κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος to be on one's guard against... Plb.Fr.172; τοῦ πολέμου Plu.Demetr.22; παντὸς δεινοῦ D.S.17.21.    2 rise, -ιστάμενα [νέφη] Cat.Cod.Astr. 8(1).139.

German (Pape)

[Seite 1395] (s. ἵστημι), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξανίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεξανέστην·- ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἀγωνίζομαι κατά τινος, ἐναντιώνομαι, παντὸς δεινοῦ κ. Διόδ. 17. 21· οὔτε ἀναβάτην προσιέμενος, οὔτε φωνὴν ὑπομένων, ἀλλ’ ἁπάντων κατεξανιστάμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 6· κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος, προφυλάττομαι ἐναντίον τοῦ μέλλοντος νὰ συμβῇ, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 53· τοῦ πολέμου κ., γενναίως ὑποφέρω, Πλουτ. Δημήτρ. 22· παντὸς δεινοῦ Διόδ. 17. 21, ἔνθα ἴδε Wessel· ὁ Νεῖλος οὐκ ἀνέχεται ποταμὸς εἶναι, ἀλλὰ κατεξανίσταται τῆς ὄχθης Ἡλιόδ. 2. 28, ἐπειδὴ δὲ κ. ὡς ἐρωμένης, λαμβανέτω πεῖραν ὡς δεσποίνης 8. 5·- ὁ Ἡσύχ. «κατεξανίσταται· κατεπαίρεται», καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. «καταπλήσσει· καταταράσσει. κατεξανιστᾷ».

French (Bailly abrégé)

f. κατεξαναστήσομαι, ao.2 κατεξανέστην;
1 se soulever, se cabrer contre, gén.;
2 fig. se tenir en garde contre (un danger, une guerre, etc.) gén..
Étymologie: κατά, ἐξανίστημι.

Greek Monolingual

κατεξανίσταμαι (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)
εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», Διόδ.)
αρχ.
1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», Πολ.)
2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ πολέμου», Πλούτ.)
3. αντιστέκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐξ-αν-ίσταμαι «εξεγείρομαι»].

Greek Monotonic

κατεξανίσταμαι: Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ κατ-εξανέστην· σηκώνομαι εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι ενάντια σε, εναντιώνομαι, τινός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατεξᾰνίσταμαι: (fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)
1) восставать, противоборствовать, сопротивляться (τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.);
2) быть непокорным: κ. ἁπάντων (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки;
3) быть настороже, бдительно следить (τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εξανίσταμαι, strijden, zich verzetten tegen, met gen.