ψύλλο

Revision as of 09:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

barbarism for ψύλλα in Ar.Th.1180.

German (Pape)

[Seite 1402] statt ψύλλος sagt der Scythe bei Ar. Thesm. 1180.

Greek (Liddell-Scott)

ψύλλο: ἢ ψύλλος, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμοφορ. 1180, ἔνθα ὁμιλεῖ ὁ Σκύθης τοξότης (ὡς ὁ ἐν Παρισίοις Ψυχάρης νῦν): ὥσπερ ψύλλο κατὰ τὸ κώδιο.

Greek Monolingual

Α
(στους Σκύθες) βαρβαρισμός αντί της λ. ψύλλος.

Russian (Dvoretsky)

ψύλλο: Arph. в произнош. скифа = ψύλλα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψύλλο kom. barb. voor ψύλλα.