ἄσπιλος

Revision as of 21:09, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον, lit.

   A stainless: hence, faultless, without blemish, λίθοι IG2.1054c4, cf. AP6.252 (Antiphil.), 1 Ep.Ti.6.14, 1 Ep.Pet.1.19, etc.; ἄ. ἀπὸ παντὸς κινδύνου PMag.Leid.V.8.11: Comp. and Sup. vv. ll. for sq. in Dsc.2.167.    II ἄσπιλος· χειμάρρους (Maced.), Hsch.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
sans tache.
Étymologie: ἀ, σπίλος.
2ου (ὁ) :
= χείμαρρος.
Étymologie: mot macédonien.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ maced. torrentera Hsch.

• Etimología: Quizá comp. de σπίλος ‘escollo’, ‘roca’ q.u. y la prep. ἀπό, en maced. ἀπ-. < ἄσπιλος ἀσπίλωτος > ἄσπιλος, -ον
1 inmaculado, sin tacha λίθοι ... λευκοὶ ἄ. IG 22.1666B.5 (IV a.C.), μῆλον ... ἄ., ἀρρυτίδωτον AP 6.252.3 (Antiphil.), ref. a la sangre de Cristo ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου 1Ep.Petr.1.19, de la virginidad de María, Gr.Naz.M.37.572A, cf. Procl.CP M.65.721C, ref. a la fe τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον 1Ep.Ti.6.14, cf. Phys.B 251.10, τὴν ἐντολὴν τοῦ κυρίου φυλάξαντες ἄσπιλον Basil.M.31.1628C, ἱερωσύνη Gr.Naz.M.35.980A, mág. (δύναμιν) ἄσπιλον ἀπὸ παντὸς κινδύνου (fuerza mágica) libre de todo peligro, PMag.12.260.
2 adv. -ως intachablemente ἱερωσύνη ... ἐὰν τελεῖται ἀ. Ephr.Syr.1.73A
sin mácula, sin error τὴν ... ἁγίαν πίστιν φυλαξάντων ἀ. Gel.Cyz.HE 2.12.7.

• Etimología: Comp. de ἀ- priv. y σπίλος ‘mancha’ q.u.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and σπιλόω; unblemished (physically or morally): without spot, unspotted.

English (Thayer)

ἄσπιλον (σπίλος a spot), spotless: ἀμνός, ἵππος, Herodian, 5,6, 16 (7, Bekker edition); μῆλον, Anthol. Pal. 6,252, 3). metaphorically, free from censure, irreproachable, free from vice, unsullied, ἀπό τοῦ κόσμου, Buttmann, § 132,5). (In ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπιλος, -ον)
1. ο ακηλίδωτος, ο καθαρός
2. (μτφ., με ηθική σημ.) ο άψογος, ο αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σπίλος (ΙΙ) «στίγμα, κηλίδα, λεκές, μίασμα»].

Greek Monotonic

ἄσπῐλος: -ον (σπίλος), αυτός που δεν έχει κηλίδα, σημάδι, ακηλίδωτος, σε Ανθ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπῐλος: 1) не имеющий пятен (μῆλον στρούθειον Anth.);
2) непорочный (ἀμνός NT).

Frisk Etymological English

See also: σπιλάς