βληχή
English (LSJ)
Dor. βλᾱχά, ἡ,
A bleating, οἰῶν Od.12.266; of lambs, E.Cyc.48 (lyr., pl.); wailing of infants, A.Th.348 (lyr., pl.). (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 449] ἡ, Geblök, οἰῶν Od. 12, 266 (ἅπαξ εἰρημ.); von Ziegen Opp. C. 2, 365; Kindergeschrei, ἐπιμαστιδίων, Aesch. Spt. 330; τεκέων Eur. Cycl. 48.
Greek (Liddell-Scott)
βληχή: Δωρ. βλᾱχά, ἡ, τὸ βέλασμα, οἰῶν Ὀδ. Μ. 266· αἱ κραυγαί, κλαυθμυρισμὸς τῶν νηπίων, Εὐρ. Κύκλ. 48· πρβλ. ἀρτιτρεφής (Ἴδε βληχάομαι).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 bêlement;
2 vagissement.
Étymologie: cf. lat. balare.
English (Autenrieth)
bleating, Od. 12.266†.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. βλᾱχά A.Th.348, E.Cyc.48, 59
1 balidode corderos Od.12.266, E.ll.cc., A.R.4.968, Longus 1.23.1, de cabras, Opp.C.2.365, Hsch.
2 llanto infantil, vagido βλαχαὶ ... τῶν ἐπιμαστιδίων A.l.c.
• Etimología: Origen onomat., cf. aesl. blĕjati, let. blêt, etc.
Greek Monolingual
η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.)
το βέλασμα των προβάτων
αρχ.
το κλάμα του βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι (-άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρυχώμαι, μυκώμαι), αίρεται από το γεγονός ότι το βληχώμαι είναι μτγν. του βληχή, ενώ αβέβαιη φαίνεται και η υπόθεση ότι βληχώμαι < βληχή. Ο τ. βλᾱχᾱ, ο οποίος απαντά σε λυρικά χωρία τραγικών, πιθ. αποτελεί υπερδωρισμό. Τέλος, η λ. βληχή συσχετίζεται σημασιολογικά και μορφολογικά με άλλους ινδοευρ. τ. που βασίζονται σε αρχική ρίζα blē-, παρεκτεταμένη με διάφορα προσδιοριστικά σύμφωνα
πρβλ. τσεχ. blekati, μσν. γερμ. bleken > νέο άνω γερμ. bloken
αγγλοσαξ. blōetan, αρχ. άνω γερμ. blazen κ.ά.].
Greek Monotonic
βληχή: Δωρ. βλᾱχά, ἡ, βέλασμα· οἰῶν, σε Ομήρ. Οδ.· το κλάμα των παιδιών (νηπίων), σε Ευρ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
βληχή: дор. βλᾱχά ἡ
1) блеяние (οἰῶν Hom.);
2) только pl. визг, крик (ἐπιμαστιδίν Aesch.; τεκέων Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bleating (μ 266, A.).
Dialectal forms: Dor. βλαχά
Derivatives: βληχάομαι bleat (Ar.), perh. not denomin., but an independent intensive like βρυχάομαι, μυκάομαι etc. (s. Schwyzer 683). - βληχηθμός (Ael.; cf. μυκηθμός a. o.), βλήχημα H., βληχάς (Opp., cf. μηκάς, Schwyzer 508). βληχητά pl. bleating animals (Eup., cf. ἑρπετά u. a.). βληχώδης bleating (Babr.). βληχάζω (Autocr.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: An elementary formation, with several parallels, e. g. Čech. blekati, MLG bleken > NHG. blöken; without velar RussCSl. blějati, Latv. blêt, MHG bloejen; with dental Germ., e. g. OE blætan, OHG. blāʒen; all with orig. *ē. Trag. βλαχά must be hyperdoric; note βληχάομαι in Theoc.