πηλαμύς

Revision as of 07:22, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ύδος, ἡ,

   A young tunny (of the first year, acc. to Arist.HA 571a11), S.Fr.503, Phryn.Com.35, Hices. ap. Ath.3.116e, Sostrat. ap. eund.7.303b, Opp.H.1.113, 4.504; vas pelamydum, Juv.7.120.

German (Pape)

[Seite 610] ύδος, ἡ, auch πηλαμίς, eine Art Thunfisch, die auch unter den Namen κορδύλη, κύβιον u. ὄρκυνος vorkommt, in Marseille noch jetzt palamyde genannt; Soph. frg. 446; Ath. VII, 319 a u. öfter; Arist. H. A. 6, 17; Ael.

Greek (Liddell-Scott)

πηλᾰμύς: -ύδος, ἡ, (πηλὸς) εἶδος θύννου, κοινῶς «παλαμύδα», Λατιν. pelamys (λέγεται ὅτι αὕτη εἶναι νεαρὸς θύννος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 11), Σοφ. Ἀποσπ. 446, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 5, Ἀθήν. 116Ε, 303Β· ― ἐν Μασσαλίᾳ καλεῖται εἰσέτι palamyde· πρβλ. ὅρκυνος, κορδύλη, κύβιον. ― Ἡ ἁλιεία αὐτῆς ἐλέγετο πηλαμυδεία, ἡ, καὶ ὁ τόπος τῆς ἁλιείας πηλαμυδεῖον, τό, Στράβ. 545, 549 (οὕτως ὁ Κοραῆς ἀντὶ πηλαμυδία, -ύδιον, ἐν Ξενοκρ. σ. 65). ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 382.

Greek Monolingual

-ύδος, ἡ, ΜΑ
η παλαμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ή τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Ωστόσο έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. πηλός].

Russian (Dvoretsky)

πηλᾰμύς: ύδος ἠ пеламида (рыба, разновидность тунца) Soph., Arst.

Frisk Etymological English

-ύδος
Grammatical information: f.
Meaning: (young) tuna (S. Fr. 503, Phryn. Com., Arist.).
Other forms: also παλαμίς (Cyran.).
Derivatives: -υδεία f. catching of tuna, -υδεῖον n. site for catching tunas (Str.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. from πηλός mud after its abode, s. Strömberg Fischnamen 79ff. (also 128ff.) with extensive argumentation; as 2. member one assumes ἀμύς = χελώνη λιμναία (s. v.). -- Otherwise (e.g. Chantraine Form. 348) usu. taken as foreign word. -- The word is no doubt Pre-Greek.