ετός
Greek Monolingual
(I)
ἐτός (Α)
επίρρ. (πάντοτε με άρνηση) ματαίως, χωρίς λόγο («οὐκ ἐτὸς χωλοὺς ποιεῑς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σε -τος (πρβλ. εντός) < Fετός, αναγόμενο πιθ. σε ΙΕ swe-tos. Ο τ. συσχετίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. svatah, αβεστ. xvatō «αφ' εαυτού, από το ίδιο», ενώ σημασιολογικά συνδέεται με αλβ. hut «μάταια» και με τον τ. αύτως «μάταια, απερίσκεπτα». Ως παρεκτεταμένος τ. της λέξης ετός θεωρείται το επίθ. ετώσιος < Fετώσιος].
(II)
ἐτός, -ή, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ετεός, αληθής
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἐτά
πράγματι, στ' αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετάζω].
(III)
ἑτός, -ή, -όν (Α)
(ρηματ. επίθ.) αυτός που μπορεί να σταλεί ή ριφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ίημι «ρίχνω», που εμφανίζει το αοριστικό θ. ἑ- (πρβλ. προστ. αορ. ἕ-ς, ἕ-τω)].