γύρα
Greek Monolingual
(I)
επίρρ.
γύρω.
(II)
η
1. περιφορά, κύκλος
2. σειρά
3. φρ. α) «βγαίνω στη γύρα» — ζητιανεύω ή επιδιώκω κάτι συστηματικά και ενοχλητικά
θ) «βγαίνω στη γύρα ή είμαι της γύρας» — είμαι πόρνη
γ) «έμπορος ή εμπόριο της γύρας» — πλανόδιος έμπορος ή εμπόριο του ποδαριού
δ) «τά φέρνω γύρα» — τά καταφέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυρίζω, ως υποχωρητικός σχηματισμός].