μπαμπάς
Greek Monolingual
(I)
ο
1. πατέρας
2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, της οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση του σκάφους
3. αρχιτ. ορθοστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. της παιδικής γλώσσας ή < τουρκ. baba].
(II)
ο
είδος γλυκίσματος με πολύ σιρόπι και σαντιγί, αλλ. σαβαρέν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baba, πολωνική λ.].