παναώριος

Revision as of 12:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

ον,

   A doomed to an untimely end, ἀλλ' ἕνα παῖδα τέκεν π. Il.24.540; π. ῥυτίς AP5.263.5 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 457] ganz unzeitig; παῖς, der zu einem ganz unzeitigen, zu frühen Tode bestimmt ist, Il. 24, 540; vgl. Paul. Sil. 10 (V, 264).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰώριος: -ον, παντελῶς ἀώριος, προωρισμένος εἰς πρόωρον τέλος, ἄμοιρος, ἀλλ’ ἕνα παῖδα τέκε παναώριον Ἰλ. Ω. 540˙ π. ῥυτὶς Ἀνθ. Π. 5. 264˙ - ὡσαύτως πανάωρος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 313.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ravi par une mort tout à fait prématurée.
Étymologie: πᾶν, ἀώριος.

English (Autenrieth)

(ὥρη): all-untimely, ‘to die an untimely death,’ Il. 24.540†.

Greek Monolingual

παναώριος, -ον (Α) πανάωρος
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, ο προορισμένος σε πρόωρο τέλος
2. (για πράγματα) αυτός που εμφανίζεται πολύ πρόωρα, εντελώς άωρος, πολύ πρόωρος.

Greek Monotonic

πᾰναώριος: -ον (ἄωρος), εντελώς άμοιρος, ολότελα καταδικασμένος σε πρόωρο τέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναώριος:
1) обреченный на безвременную смерть, недолговечный (παῖς Hom.);
2) преждевременный (ῥυτίς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναώριος -ον [πᾶς, ἀώριος] veel te vroeg stervend.