φυταλία
Greek Monotonic
φῠτᾰλία: Ιων. -ίη, ἡ (φυτόν)·
I. μέρος με φυτά, φυτεία ή αμπελώνας, αντίθ. προς σπαρτή γη (ἄρουρα), σε Ομήρ. Ιλ.
II. φυτό, σε Ανθ. (το υ γίνεται μακρό στους δακτυλικούς στίχους).
Middle Liddell
φῠτᾰλία, ἡ, φυτόν
I. a planted place, an orchard or vineyard, opp. to corn-land (ἄρουρἀ, Il.
II. a plant, Anth. [u is made long in dactylic verses.]