ἀμφιδιαίνω

Revision as of 15:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A moisten all round, ἱδρῶτι κόμην AP9.653 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 138] ringsum bewässern, Agath. 50 (IX, 653).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδιαίνω: ὑγραίνω πανταχόθεν, περιβρέχω, ἵδρωτι κόμην Ἀνθ. Π. 9. 653.

French (Bailly abrégé)

mouiller tout autour.
Étymologie: ἀμφί, διαίνω.

Spanish (DGE)

empapar ἱδρῶτι ... ἀμφεδίηνα κόμην AP 9.653 (Agath.).

Greek Monolingual

ἀμφιδιαίνω (Μ)
περιβρέχω, μουσκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + διαίνω «βρέχω, μουσκεύω»].

Greek Monotonic

ἀμφιδιαίνω: περιβρέχω, καταβρέχω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιδιαίνω: смачивать кругом или сильно (κόμην ἱδρῶτι Anth.).

Middle Liddell

to moisten all around, Anth.