ἀποζεύγνυμαι

Revision as of 16:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Greek (Liddell-Scott)

ἀποζεύγνυμαι: ἀόρ. -εζύγην [ῠ], ἀλλὰ καὶ -εζεύχθην Εὐρ. Ἠλ. 284, Ἀνθ. Π. 12. 226: - Παθ., ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, τέκνων, γυναικὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1376, Μήδ. 1017· εἰ γάμων ἀπεζύγην; ἂν ἤμην ἐλεύθερος ἀπό…, ὁ αὐτ. Ἱκ. 791· ὀρφανὸς ἀποζυγεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 988: ὥσπερ δεῦρ’ ἀπεζύγην πόδας (γραπτέον πόδα), ὡς ἀνεχώρησα καὶ ἦλθον ἐνταῦθα πεζῇ, ὡς τὸ βαίνειν πόδα (ἴδε τὸ ῥῆμα βαίνω Α. ΙΙ. 4), Αἰσχύλ. Χο. 676. 2) τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Μανέθ. 3. 85, ἢ γὰρ ἀποζεύγνυσι συνεύνων.

Greek Monotonic

ἀποζεύγνῠμαι: αόρ. αʹ -εζεύχθην, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, γυναικός, σε Ευρ.· εἰ γάμων ἀπεζύγην, εάν ήμουν ελεύθερος από τα δεσμά του γάμου, στον ίδ.· ἀπεζύγην πόδας, ανεχώρησα πεζός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποζεύγνῠμαι: (aor. 1 ἀπεζεύχθην, aor. 2 ἀπεζύγην) досл. отпрягаться, перен. отделяться: ἀ. τινος Eur. быть разлученным с кем-л.; δεῦρο ἀπεζύγην πόδας Aesch. я пешком пришел сюда.

Middle Liddell


Pass.:— to be parted from, γυναικός Eur.; εἰ γάμων ἀπεζύγην if I were free from wedlock, Eur.; ἀπεζύγην πόδας I started on foot, Aesch.