ἔμπαιος

Revision as of 21:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

(A), ον,

   A knowing, practised in, c.gen., οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης [penult. short] Od.20.379; κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης 21.400; ἔ. δρόμων Lyc.1321.
ἔμπαιος (B), ον, (παίω)

   A bursting in, sudden, τύχαι A.Ag.187 (lyr.); πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια prob. in Emp.2.2.

German (Pape)

[Seite 809] = ἔμπειρος (vgl. ἐμπάζομαι?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; δρόμων Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. παίω), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπαιος: -ον, (Α) = ἔμπειρος, εἰδήμων, ἠσκημένος ἔν τινι, μετὰ γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης Φ. 400· ἔμπ. δρόμων Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. λέξις, ἴσως συγγενὴς τῷ ἐμπάζομαι, δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ ἑπομένου.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui a l’expérience de, gén..
Étymologie: cf. ἐμπάζομαι.
2ος, ον :
qui frappe sur.
Étymologie: ἐν, παίω.

English (Autenrieth)

conversant with, τινός, Od. 20.379 (ἔμπα^ιον) and Od. 21.400.

Spanish (DGE)

-ον
conocedor de, experto en c. gen. οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης Od.20.379, κακῶν ἔ. ἀλήτης Od.21.400, ἔ. δρόμων de Medea, Lyc.1321.
-ον
que golpea τύχαι A.A.187, πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια Emp.B 2.2.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπαιος, -ον (Α)
1. έμπειρος, ικανός
2. γνώστης, ειδήμονας.———————— (II)
ἔμπαιος, -ον (Α)
αυτός που επιτίθεται αιφνίδια.

Greek Monotonic

ἔμπαιος: -ον (Α), ειδήμων ή εκπαιδευμένος σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τα ἐν, πάομαι).
ἔμπαιος: -ον (Β), (παίω), αυτός που ξεσπά ξαφνικά, αιφνίδιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπαιος: ἐμπαίω наносящий удары, разящий (τύχαι Aesch.).
испытавший, сведущий (τινος Hom.).

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: adj.
Meaning: bursting in, sudden (A. Ag. 187 [lyr.], also Emp. 2, 2?).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: From ἐμπαίω burst in (S. El. 902; s. παίω), cf. Schwyzer 452 : 2.
2
Grammatical information: adj.
Meaning: experienced, skilful (υ 379, φ 400; Lyc. 1321).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Not well explained. Schwyzer 467 n. 6 and 620 takes it from ἔμπης as *fully master of (to ἐμ-πάομαι, s. πάομαι). Thus already Collitz BB 18, 212 w. n. 2. Diff. Lagercrantz KZ 34, 395; s. also Sommer Lautstud. 80f.

Middle Liddell

ἔμπαιος, ον
possessed of or practised in a thing, c. gen., Od. [Perh. from ἐν, πάομαι.]
2 παίω
bursting in, sudden, Aesch.