στιβέω

Revision as of 01:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A tread, traverse, once in Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, searched, S.Aj.874.

German (Pape)

[Seite 943] treten, betreten, – der Spur nachgehen, ausspüren, πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν ἕσπερον νεῶν, Soph. Ai. 861, die ganze Stadt ist durchsucht.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβέω: (στίβος) πατῶ, περιπατῶ, διέρχομαι, μόνον ἅπαξ ἐν τῷ παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, πᾶσα πλευρὰ ἔχει πατηθῇ, ἐρευνηθῇ, Σοφ. Αἴ. 874· πρβλ. ἀστιβής, ἀστίβητος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. 3ᵉ sg. pf. Pass. ἐστίβηται;
c. στιβεύω.

Greek Monotonic

στῐβέω: (στίβος), πατώ, πορεύομαι, διέρχομαι — Παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, κάθε πλευρά έχει πατηθεί, κυριευθεί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στιβέω [στίβος] betreden.

Russian (Dvoretsky)

στῐβέω: обследовать, разведывать: πᾶν ἐστίβηται - v. l. ἐστίβευται - πλευρὸν ἕσπερον Soph. вся западная сторона (лагеря) обследована.

Middle Liddell

στῐβέω, στίβος
to tread, traverse: Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, Soph.