σύμφθογγος

Revision as of 01:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A sounding together, Χορὸς σύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος in concert, but not in harmony, of the Furies, A.Ag.1187; σ. λύρης ἀοιδή Epigr.in BCH26.134 (Honestus).

German (Pape)

[Seite 991] mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, ὁμόφθογγος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐναρμόνιος, ὁμόηχος, ἀλλ’ οὐχὶ ἁρμονικός· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les voix résonnent d’accord.
Étymologie: συμφθέγγομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ-φθογγος].

Greek Monotonic

σύμφθογγος: -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε συμφωνία, ομόηχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σύμφθογγος: согласно звучащий, стройный (χορός Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-φθογγος -ον [~ συμφθέγγομαι] meeklinkend.

Middle Liddell

σύμ-φθογγος, ον,
sounding together, in concert, Aesch.