συνεχθαίρω

Revision as of 01:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A hate together, join in hating, Phld.Hom.p.41 O., AP 6.20 (Jul.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεχθαίρω: μισῶ ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ μισῶ, ἧς γὰρ ἰδεῖν στυγέει... μορφήν... τῆσδε συνεχθαίρει καὶ σκιόεντα τύπον Ἀνθ. Π. 6. 20.

French (Bailly abrégé)

haïr également.
Étymologie: σύν, ἐχθαίρω.

Greek Monolingual

Α
απεχθάνομαι, μισώ κάποιον εξίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐχθαίρω «μισώ, εχθρεύομαι»].

Greek Monotonic

συνεχθαίρω: μέλ. -ᾰρῶ, μισώ από κοινού με άλλον, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνεχθαίρω: вместе ненавидеть, разделять ненависть Anth.

Middle Liddell

fut. ᾰρῶ
to join in hating, Anth.