ὑψίκερως
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκερως: -ων, γεν. -ω, (κέρας) ὁ ἔχων ὑψηλὰ κέρατα, ἔλαφος Ὀδ. Κ. 158· ὑψίκερω… φάσμα ταύρου Σοφ. Τραχ. 507· ― ἔχομεν ὡσαύτως αἰτ. κατὰ μεταπλασμόν, ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχον ὑψικόρυφον, Πινδ. (Ἀποσπ. 285) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 597, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 658, Χοιροβ. 50. 12.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ὑψίκερως: -ων (κέρας), γεν. -ω, αυτός που έχει ψηλά κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχος με ψηλή κορυφή, σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίκερως: gen. κερω высокорогий (ἔλαφος Hom.; ταῦρος Soph.).
Middle Liddell
ὑψί-κερως, ων, κέρας
high-horned, Od., Soph.: —also metapl. acc. ἱψικέρᾱτα πέτραν a high-peaked rock, Pind. ap. Ar.